- Ἀμφοτέρῳ
- Ἀμφότεροςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρῳ — ἀμφότερος either masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφοτέρωι — Ἀμφοτέρῳ , Ἀμφότερος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρωι — ἀμφοτέρῳ , ἀμφότερος either masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφώ — και σφῶϊ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. τού β προσ. τής προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek